πρόκροσσος

πρόκροσσος
-ον, Α
συν. στον πληθ. πρόκροσσοι, -αι, -α, και πρόκροσσοι, -α
1. (ιδίως για πλοία) αυτοί που είναι παρατεταγμένοι κατά κανονικά διαστήματα, σε σειρές (α. «πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπί ὀκτώ» — παρατεταγμένα [τα πλοία] με τις πρώρες προς το πέλαγος σε βάθος οκτώ πλοίων, Ηρόδ.
β. «πέριξ αὐτῶν γρυπῶν κεφαλαὶ πρόκροσσοι ἦσαν»
(για διακόσμηση ποτηριών) γύρω-γύρω ήταν αραδιασμένα κεφάλια γρυπών, Ηρόδ.)
2. μτφ. αλλεπάλληλοι («πρόκροσσοι φερόμενοι ἐπὶ τὸν κίνδυνον» — παρατεταγμένοι σε πυκνές σειρές ορμούσαν προς τον κίνδυνο, Αγαθοκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κροσσός «κρόσσι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπόκροσσος — ον, Α πρόκροσσος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κροσσαί «οι επάλξεις τών τειχών, βαθμίδες, σκαλοπάτια» (πρβλ. πρό κροσσος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”